Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008

29/9/08 & 1/10/08 (ο χρόνος είναι τυχαίος)


ΔΥΟ (όχι και τόσο) ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΕΣ ΗΜΕΡΕΣ

Τρίτη, 30/09/08

Μεγάλη πίεση στη δουλειά. Δεν θα κάτσω, τελικά, να εξηγώ σε κάθε φίλο που πιστεύει ότι, επειδή εργάζομαι στο Δημόσιο Τομέα κάθομαι, ότι δεν είναι έτσι. Η αλήθεια είναι πως μόλις βγαίνω από το μετρό και αντικρίζω τις πολύχρωμες μούσες στη φάσα της κεντρικής πρόσοψης του κτηρίου και την ελληνική σημαία (διαστάσεων: 3,00 μ. x 1,90 μ.) νιώθω – παραδόξως – πολύ περήφανη.

Στο γραφείο λοιπόν, με έλλειψη προσωπικού προσπαθούμε τα ακατόρθωτα μέσα από χαρτιά, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, μολύβια, αριθμομηχανές και μυαλά (όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά). Περνάει η ώρα, εγώ ζητάω μια καλή κουβέντα από μια φίλη (ναι, δεν το ντρέπομαι τελευταία), η οποία μου παίζει ήρεμα τραγουδάκια και κάπως επανέρχομαι. Η 14:30 ήρθε και ξεκινάει το συμβούλιο. Βάζω λίγη μουσική, συνεχίζω, λέω τέλος για σήμερα και ξεχύνομαι στη χώρα του «πάντα-πάντα-εδώ-έχει-ήλιο-κι-ας-έχουμε-μαύρη-ζωή».

Βγαίνοντας, κάποιοι τουρίστες βγάζουν φωτογραφίες το κτήριο. Στα σκαλιά είναι δύο έφηβοι, μάλλον Άγγλοι ή Αμερικανοί και η κιθάρα εκεί. Γεια σας! Με ρωτάει η κοπέλα ποιος τραγουδιστής μου αρέσει, Bob Marley. Εκεί λοιπόν, επί τόπου ξεκινάει και το πάει καλά το “Ain’t no Sunshine When she’s Gone”. Χαμόγελα, γεια.

Κατευθύνομαι προς Σύνταγμα και διακρίνω χαμηλά αριστερά μια φιγούρα κουλουριασμένη στα τέσσερα και να εξέχει μόνο ένα χέρι με ένα άδειο πλαστικό ποτήρι. Έκατσα 2-3 λεπτά, σκεφτόμουνα, δεν ήξερα τι να κάνω. Κάναμε λίγη παρέα με την Όλγα, της προσέφερα λίγα και πήρα πολλά.

Στην Ερμού γεμάτος ο πεζόδρομος, αλλά μάλλον άδεια τα μαγαζιά.

Κομμωτήριο (!) (ψωνάρα!) μετά και αλλαγή μορφής μαλλιών. Τώρα είναι λίγο αστεία η φατσούλα στον καθρέφτη και μου θυμίζω την ερωμένη του Κωνσταντάρα στο «Αγάπη μου ουα ουα», ναι την εγχρωμούλα.

Σε όλο το παραπάνω θα έλεγα μάλλον ότι υπήρχε έξαρση συναισθήματος. Σπίτι λοιπόν και τσακώνομαι με τον εαυτό μου που στηρίζεται περισσότερο στο ένστικτό του για τις σχέσεις και όχι στα λόγια του συνομιλητή. Τσακώνομαι και με υποτιμά, θέλω να παλέψω, πολύς θυμός, όχι βία, είμαι αντίθετη. Γιατί θυμός? Αναρωτιέσαι? Κι εγώ ακόμη το πολύ βαθύ δεν το έχω βρει αλλά μάλλον απαντάει το «Δεν είναι ο κόσμος ότι ονειρεύτηκες».

Ύπνος… ζζζζ… όνειρα… όνειρα… όνειρα…


Τετάρτη, 1/10/08


Ξύπνημα με μουσική, γραφείο, πήγα υάκινθους, τι ωραία αίσθηση η όσφρηση … ίσως η πιο μυστηριώδης. Θέλω να ακούσω το «Εγώ κι εσύ, εσύ κι εγώ, μόνοι πάνω στη γη», μόνο και μόνο για το «πετάγεσ’ ιδρωμένος, δουλεύεις και γελάς, σ’ ακούω σα χαμένος το ρεφραιν να τραγουδάς». Και θέλω να βρεθώ πάλι στην αγκαλιά της θάλασσας.

Τα μάτια πολύ πρησμένα από το κλάμα. Συμπέρασμα: Αν μάζευα τα δάκρυά μου σε ολόκληρη της 36χρονη ζωή μου, θα μπορούσα να συμβάλλω στην αντιμετώπιση της λειψυδρίας.

Δουλειά, ένταση λόγω πίεσης, πολύ καλός προϊστάμενος (το εννοώ) και συνεργασία στο κτήριο των Οικονομικών Υπηρεσιών. Περνώντας από τη στοά Κοραή πάντα ηρεμώ γιατί βλέπω περίεργα προσωπάκια και πολλά χαρούμενα. Γιατί βλέπω κουστουμάτους να μιλάνε μόνο με άλλους κουστουμάτους, τζηνάτους να μιλάνε με όλους και ψυχρές κουκλάρες να μη μιλάνε με κανέναν.

Άργησα πάλι, θα τρέχω και σήμερα Τετάρτη, τι λες? Group therapy (!) Ναι έτσι το λέμε τώρα, αυτό που είσαι δίπλα – δίπλα με ατομάκια που έχεις μάθει να συμπαθείς πολύ και κλαίτε όλοι μαζί ξύνοντας πληγές που σε λίγο θα έκλειναν, παίζοντας με την παιδική ηλικία και τα βαθύτερα αίτια, κοροϊδεύοντας το συνειδητό προσπαθώντας να φέρετε σε πρώτο πλάνο το ασυνείδητο? Το υποσυνείδητο? Είναι εφικτό?

Σήμερα ένιωσες ότι «δούλεψες» την ψυχή σου, μα πάλι χάλια νιώθεις. Συγκεκριμένα, νιώθω χωρίς συνοχή, σαν ο εαυτός να αποτελείται από υγρά και αέρια (ούτε συζήτηση για στερεά). Μία σοφή φιλενάδα, η «Ανέμη» μου λέει ότι αυτό είναι αναδόμηση. Νιώθω ότι η μόνη στιγμή που απελευθερώνομαι και ησυχάζω είναι όταν γράφω, όσο δυσανάγνωστο, όσο παιδικό, ή όσο βαρετό κι αν είναι το αποτέλεσμα. Διάβασα ένα καλό, προσπαθώ να ξαναβρώ τον master που το έγραψε: «Καλύτερα στον τυπογράφο παρά στον ψυχαναλυτή.» Τον βρήκα, τελικά, τον master: κ. Βασίλης Βασιλικός.

Καφέ μετά τη συνάντηση, μετρό, ανθοπωλείο. Ναι, σήμερα θα αγοράσω αυτό το μεγάλο δεντράκι βασιλικού, μυρίζει έντονα με ατόφιο τρόπο. Το κρατάω μπροστά και αριστερά (να βλέπω και… από το πεζοδρόμιο). Μοιάζει έτσι (με την τόσο έντονη μυρωδιά) ότι αυτό που ζω είναι η ύπαρξή μου σε κάποιο χωριό στη μέση της βουνοπλαγιάς και ότι όλα αυτά που περνάνε μπροστά μου (οι δρόμοι, οι πεζοί που βιάζονται, τα αυτοκίνητα και το γκρι) είναι σειρά στην τηλεόραση για την πρωτεύουσα της χώρας (μακριά από μας).

Σπίτι. Παίρνω το Θωμά από πεθερικά και μαγειρεύουμε μαζί pizza. Πιάνει τη ζύμη, δεν του πολυαρέσει που είναι τόσο υγρο-μαλακή, περίεργο του φαίνεται. Και λες κοίτα να δεις πώς όλα είναι καινούρια και ενδιαφέροντα για τους λιλιπούτειους. Να προσπαθήσω κι εγώ να μην τα βαριέμαι όλα???

Μετά μπανάκι, γεμάτη μπανιέρα και παπάκια και παιχνιδάκια, χαρά, ξεκούραση, τρυφερότητα. Είχα ξεχάσει κιόλας το ραδιοφωνάκι και είπε το μωράκι: «Βάλε μουσική» και χάρηκα.

Μετά συζήτηση: για τη «μοιρασιά του καναπέ», «γιατί δεν ξέρω αν μπορώ να σ’ αγαπώ όπως παλιά». Και τι θα βγει? Κάτι θα βγει, κάτι θα βγει.

Και τα πολεμάς τελικά όλα στον ύπνο σου, στα όνειρα που είναι τόσο έντονα που καθορίζουν το ξύπνιο σου.

Κι άλλο ένα φθινόπωρο, κι άλλος ένας χειμώνας, άνοιξη και το καλό. Και κοίτα καλά, προσεκτικά στον καθρέφτη, δηλαδή πες πριν κοιτάξεις: Θα με κοιτάξω σα να μη με έχω ξαναδεί. Τότε θα ανακαλύψεις ότι η βαρύτητα έχει κάνει τη δουλίτσα της. Και μετά κάνε γκριμάτσες. Θα δεις ό,τι βλέπουν οι άλλοι. Αν μιλήσεις θα δεις πως αλλάζει το ύφος σου.

Δεν μπορώ να βρω ένα τέλος που να αρμόζει σε τούτο δω το περιγραφικό μονοπατάκι. Φαντάσου ό,τι θέλεις.

Σχόλιο Indiana 19/2/09: Πολύ παιδικός λόγος...